
"Ας πούμε ρε παιδιά καμιά σαχλαμάρα να περνάει η ώρα" πού 'λεγε κι ο λαγός, έτσι για να πάμε αλλού "Σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη" όπως μας προέτρεπε το παλιό τραγουδάκι.
Αλλά όποιος τις λέει παρεξηγείται και θεωρείται ασόβαρος, "ελαφρύς", παράξενος ή δεν ξέρω τι άλλο.
Όλοι έχουμε ξεσυνηθίσει σε τέτοιο βαθμό τη ζωή, που σε μερικές στιγμές αισθανόμαστε κάποια αηδία για την πραγματική ζωή και για τούτο την αποστρεφόμαστε όταν μας τη θυμίζουν. Καταντήσαμε να θεωρούμε την πραγματική ζωή σαν αγγαρεία, σχεδόν σαν ένα επάγγελμα, και όλοι μέσα μας είμαστε της γνώμης ότι είναι προτιμότερο να ζει κανείς τη ζωή των βιβλίων.Και γιατί ταραζόμαστε; Γιατί κάνουμε τόσες ανοησίες; Τι ζητάμε; Ούτε και οι ίδιοι το ξέρουμε! Θα υποφέραμε περισσότερο αν οι τρελοί μας πόθοι πραγματοποιούνταν.
Σταθείτε, προσπαθήστε, για παράδειγμα, να μας δώσετε περισσότερη ανεξαρτησία∙ βγάλτε από τη μέση τα εμπόδια, μεγαλώστε τον κύκλο της δράσης σας∙ χαλαρώστε την κηδεμονία, ε, λοιπόν, ναι, σας το διαβεβαιώνω, εμείς όλοι… θα ξαναζητήσουμε αμέσως την κηδεμονία. Το ξέρω καλά πως θα φουρκιστείτε, πως θα μου βάλετε τις φωνές, πως θα χτυπήσετε τα πόδια σας στο πάτωμα. Μιλήστε λοιπόν, θα μου πείτε, για τον εαυτό σας μόνο, και για όλες σας τις αθλιότητες στο υπόγειο, μα δε χρειάζονται δικαιολογίες, δεν έχετε το δικαίωμα να πείτε «εμείς όλοι!».
Επιτρέψετε, κύριοι, γι’ αυτό το εμείς όλοι. Όσο για μένα, στη ζωή μου έφτασα στα άκρα εκείνο που εσείς δεν τολμάτε ούτε στο μισό δρόμο να φέρετε, από δειλία∙ κι ακόμα παίρνετε τη δειλία σας για φρονιμάδα, και παρηγοριόσαστε ξεγελώντας τον εαυτό σας. Γι’ αυτό το λόγο, ίσως να 'μαι πιο ζωντανός από σας. Μα δώστε, παρακαλώ, περισσότερη προσοχή!
Δεν ξέρουμε ακόμη πού υπάρχει τώρα εκείνο που είναι ζωντανό, από τι είναι και πώς ονομάζεται. Αφήστε μας μόνους, χωρίς βιβλία, κι αμέσως θα πελαγώσουμε, θα τα μπερδέψουμε∙ δε θα ξέρουμε που να στηριχθούμε και σε τι ν’ αφοσιωθούμε, δε θα ξέρουμε τι πρέπει να αγαπήσουμε ή να μισήσουμε, τι πρέπει να εκτιμήσουμε ή να περιφρονήσουμε. Βαριόμαστε ακόμη και που είμαστε άνθρωποι, άνθρωποι με σάρκα και οστά αληθινά, ντρεπόμαστε γι’ αυτό και το θεωρούμε ατιμία μας.
Γυρεύουμε να γίνουμε ένας τύπος γενικού ανθρώπου που δεν υπήρξε ποτέ. Είμαστε πεθαμένοι μόλις γεννηθούμε, κι είναι χρόνια και χρόνια που μας γεννούν πατέρες που δεν είναι ζωντανοί, μια κατάσταση που μας ευχαριστεί όλο και πιο πολύ. Μας αρέσει. Σε λίγο θα επινοήσουμε κάποιο τρόπο να γεννιόμαστε από μια ιδέα. Μα δε θέλω πια να γράφω μέσα απ’ το "υπόγειο"
Απόσπασμα από το βιβλίο ΥΠΟΓΕΙΟ (1864) του Φιόντορ Μιχάηλοβιτς Ντοστογιέφσκι
Γραμμένες μετά την απελευθέρωσή του από το κάτεργο, "Οι Σημειώσεις από το Υπόγειο" του Φιόντορ Μιχάηλοβιτς Ντοστογιέφσκι θα αποτελέσουν ένα βιβλίο-σταθμό για την κατανόηση των μεγάλων έργων του συγγραφέα που θα ακολουθήσουν. Το "Υπόγειο" που γράφτηκε το 1864 σε πρώτο πρόσωπο, δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί σαν μια αυτοβιογραφική εξομολόγηση, αλλά σαν ένα έργο οικουμενικό που έχει ως πρωταρχικό στόχο να αντιπαρατεθεί -με το πυρετώδες πάθος που διέκρινε τον μεγαλοφυή δημιουργό- σε όλες εκείνες τις ιδέες που στέκονται εμπόδιο ή περιορίζουν με τον οποιονδήποτε τρόπο την ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης. Στο πρώτο μέρος του έργου, ο συγγραφέας δεν διστάζει να βάλλει με σφοδρότητα ενάντια σε όλα τα μεγάλα ρεύματα της σκέψης και τα πνευματικά κινήματα που εισήχθησαν και ήκμασαν στη Ρωσία των μέσων του 19ου αιώνα. Στο δεύτερο μέρος, ο ήρωας, απαλλαγμένος από το βάρος του επαρχιωτισμού, αναδύεται από το υπόγειό του στον κοσμοπολιτισμό της Αγίας Πετρούπολης παρωδώντας την ρομαντική του διάθεση. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου