Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

ΧΡΟΝΗΣ ΜΙΣΣΙΟΣ: Χαμογέλα, ρε… Τι σου ζητάνε;




"Χαμογέλα, ρε… Τι σου ζητάνε;"
ΧΡΟΝΗΣ ΜΙΣΣΙΟΣ
Εκδόσεις: Γράμματα

Έτος: 1988

Αποσπάσματα από το βιβλίο

● Πoιά ζωή, ρε καρντάσια; Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται, άπαξ, που λένε, σα μια μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστον μ’ αυτήν την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξανά υπάρξουμε ποτέ. Και μείς τι την κάνουμε, ρε αντί να την ζήσουμε; Τι την κάνουμε; Τη σέρνουμε από δω κι από 'κει δολοφονώντας την!!! 
● Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις. Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις; Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος, πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα
● Έτσι, μ’ αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες; Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ’ την αρχή. Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν "αξίες", σαν "ηθική", σαν "πολιτισμό.
● Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να παίξουμε και να χαρούμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας. Όλα, όλα τα αφήνουμε για το αύριο που δε θα ‘ρθει ποτέ
● Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στο θάνατο, και εμείς οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ’ τη ζωή μας, χαιρόμαστε. Ξέρεις γιατί; Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας. Την καταντήσαμε έναν καθημερινό, χωρίς καμία ελπίδα ανάστασης, θάνατο, διότι αυτός είναι ο θάνατος. Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας, όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος, είναι μετάβαση, είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά. 
Ο Χρόνης Μίσσιος ήταν στην ουσία αγράμματος. Σταμάτησε στη Δευτέρα τάξη του δημοτικού. Αυτή την περίοδο, η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. 
Από τα Γιαννιτσά, όπου τον στέλνει ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, περνάει στους αντάρτες. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. 
Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ’ ένα τυχαίο γεγονός. Έκτοτε, μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (αμνηστία του Παπαδόπουλου) περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος (Μακρονήσι, Άι- Στράτης, Αβέρωφ, Κέρκυρα, Κορυδαλλός, κ.α.). 
Εκεί μαθαίνει ανάγνωση και γραφή.
Ένα "διάλειμμα" ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ.

Το πρώτο του βιβλίο "Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς" (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού.
Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του "Χαμογέλα, ρε...τι σου ζητάνε;" (Γράμματα, 1988) αλλά και όλα τα υπόλοιπα.
Τo πιο σημαντικό απ’ όλα, το πραγματικά μαγικό στο έργο του Μίσσιου, είναι πως σε καμία στιγμή δεν σηκώνει το δάχτυλο για να κάνει μάθημα με τον μπερέ του σοφού δασκάλου. Σου μιλάει σαν φίλος στο σπίτι σου, εξιστορεί τα κρίματα του κόσμου τη στιγμή που βλέπεις τα σημάδια σε ολόκληρο το σώμα. Δεν διανοείσαι να τον αμφισβητήσεις, δεν τολμάς να αποστρέψεις το βλέμμα. Αυτό είναι το σημαντικότερο μάθημα της ζωής σου.
Ο Μίσσιος πιστεύει στον άνθρωπο. Πιστεύει με όλο του το είναι. Βάζει το χέρι του στο ευαγγέλιο του έρωτα, ξέρει να κάνει χιούμορ και με τις πιο σκατένιες καταστάσεις, βρίσκει τον τρόπο να εκμαιεύει την ελπίδα από την απάνθρωπη σκηνή. Ναι, πονάς όταν διαβάζεις το "Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε;" 

Σε όποιο στρατόπεδο κι αν ανήκεις, αν έχεις μια μικρή επιθυμία να ονομάζεσαι άνθρωπος, θα πονέσεις. Και θα γελάσεις. Και θα σφιχτεί το στομάχι σου. Και μπορεί να πεις "φτάνει ως εδώ". Και να συνειδητοποιήσεις πως ο κόσμος μας κατευθύνεται πάλι προς μία τέτοια παράλογη εποχή (αν δεν έχουμε ήδη μπει). Και ίσως αναφωνήσεις πως "αυτή η τρέλα πρέπει να σταματήσει". Και ίσως τραβήξεις μπροστά. Παρότι ξέρεις για τους κινδύνους, για το πόσα πράγματα έχεις να χάσεις.

"Κοσμοκαλόγερος", σαν τους ήρωες ορισμένων από τα βιβλία του, ο Χρόνης Μίσσιος έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο Καπανδρίτι. Έφυγε από την ζωή μετά από επιπλοκή στην υγεία του στις 20/11/2012.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου